- μισθαρνητικός
- μισθαρνητικός, -ή, -όν (Α) [μισθαρνώ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθαρνία, ο μισθοφορικός2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθαρνητικήεπάγγελμα που αποφέρει μισθό3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθαρνητικόντο να λαμβάνει κανείς μισθό, η λήψη μισθού.
Dictionary of Greek. 2013.